- ἀμφότερος
- ἀμφότερος (ἄμφω): both; sing. only neut. as adv., foll. by τέ.. καί, etc., ἀμφότερον βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κράτερός τ αἰχμητής, ‘at once both,’ etc., Il. 3.179, Il. 13.166, Od. 15.78; as subst., ἀμφοτέρῃσι (sc. χερσί), Il. 5.416, Od. 10.264.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.